φιλόβιβλος

φιλόβιβλος
φῐλό-βιβλος, ον,
A fond of books, Str.13.1.54.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλόβιβλος — fond of books masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόβιβλος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλον μεγάλη αγάπη για τα βιβλία αρχ. 1. αυτός που τού αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος 2. αυτός που τού αρέσει να διαβάζει βιβλία 3. αυτός που τού αρέσει η ανάγνωση τής Βίβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βίβλος… …   Dictionary of Greek

  • φιλόβιβλοι — φιλόβιβλος fond of books masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”